- δίβροχον
- δίβροχοςprepared with a double infusionmasc/fem acc sgδίβροχοςprepared with a double infusionneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δίβροχος — δίβροχος, ον (Α) ο ποτισμένος, βρεγμένος δύο φορές («ἐάν τε δίβροχον ἐάν τε τρίβροχον βούλη ποιεῑν», Διοσκουρίδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + βροχος < βροχή] … Dictionary of Greek